Dictionary of Greek. 2013.
αναγεμίζω — 1. γεμίζω εκ νέου, ξαναγεμίζω 2. αναπληρώνω, συμπληρώνω κάποιο κενό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + γεμίζω. ΠΑΡ. αναγέμιση] … Dictionary of Greek